- λιγνεύω
- λίγνεψα1. μτβ., λεπταίνω κάτι.2. αμτβ., γίνομαι λιγνός, αδυνατίζω: Λίγνεψε από τη στενοχώρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιγνεύω — (Μ λιγνεύω) [λιγνός] γίνομαι λιγνός, αδυνατίζω νεοελλ. λεπταίνω κάποιον, κάνω κάποιον λιγνό … Dictionary of Greek
λίγνεμα — το [λιγνεύω] λέπτυνση, αδυνάτισμα … Dictionary of Greek
lihni — LIHNÍ, lihnesc, vb. IV. intranz. (Mai ales la part.) A avea o senzaţie de sfârşeală, de slăbiciune (mai ales din cauza foamei). ♢ expr. (refl.) A i se lihni cuiva = a i veni cuiva rău (de foame, de oboseală etc.) [var.: aligní vb. IV] – et. nec.… … Dicționar Român
αχαμναίνω — υνα, και αχαμνίζω ισα, αδυνατίζω, λιγνεύω: Πολύ αχάμνυνε τ άλογό σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)